Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συστρογγύλλω
συστροφή
συστροφία
συστροφόομαι
συστρόφως
σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
View word page
συσφάζω
to slay along with
ShortDef
to slay along with
Debugging
Headword:
συσφάζω
Headword (normalized):
συσφάζω
Headword (normalized/stripped):
συσφαζω
IDX:
86000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86001
Key:
Data
{'content': 'to slay along with'}