Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστρεπτικός
συστρέφω
συστρογγύλλω
συστροφή
συστροφία
συστροφόομαι
συστρόφως
σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
View word page
σύστυλος
with columns standing close

ShortDef

with columns standing close

Debugging

Headword:
σύστυλος
Headword (normalized):
σύστυλος
Headword (normalized/stripped):
συστυλος
IDX:
85998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85999
Key:

Data

{'content': 'with columns standing close'}