Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
συστρέφω
συστρογγύλλω
συστροφή
συστροφία
συστροφόομαι
συστρόφως
σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
View word page
συστρώννυμι
pave

ShortDef

pave

Debugging

Headword:
συστρώννυμι
Headword (normalized):
συστρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
συστρωννυμι
IDX:
85996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85997
Key:

Data

{'content': 'pave'}