Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
συστρέφω
συστρογγύλλω
συστροφή
συστροφία
συστροφόομαι
συστρόφως
σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
View word page
συστρόφως
briefly
ShortDef
briefly
Debugging
Headword:
συστρόφως
Headword (normalized):
συστρόφως
Headword (normalized/stripped):
συστροφως
IDX:
85994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85995
Key:
Data
{'content': 'briefly'}