Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
συστρέφω
συστρογγύλλω
συστροφή
συστροφία
συστροφόομαι
συστρόφως
σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
View word page
συστροφόομαι
to become dizzy

ShortDef

to become dizzy

Debugging

Headword:
συστροφόομαι
Headword (normalized):
συστροφόομαι
Headword (normalized/stripped):
συστροφοομαι
IDX:
85993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85994
Key:

Data

{'content': 'to become dizzy'}