Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
συστρέφω
συστρογγύλλω
συστροφή
συστροφία
συστροφόομαι
συστρόφως
σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
View word page
συστρεπτέον
one must stiffen, check

ShortDef

one must stiffen, check

Debugging

Headword:
συστρεπτέον
Headword (normalized):
συστρεπτέον
Headword (normalized/stripped):
συστρεπτεον
IDX:
85987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85988
Key:

Data

{'content': 'one must stiffen, check'}