Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
συστρέφω
συστρογγύλλω
συστροφή
συστροφία
συστροφόομαι
συστρόφως
σύστρωμα
View word page
σύστρεμμα
anything twisted up together: a body of men, a crowd, concourse

ShortDef

anything twisted up together: a body of men, a crowd, concourse

Debugging

Headword:
σύστρεμμα
Headword (normalized):
σύστρεμμα
Headword (normalized/stripped):
συστρεμμα
IDX:
85985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85986
Key:

Data

{'content': 'anything twisted up together: a body of men, a crowd, concourse'}