Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
συστρέφω
συστρογγύλλω
συστροφή
συστροφία
συστροφόομαι
συστρόφως
View word page
συστρατοπεδεύομαι
to encamp along with

ShortDef

to encamp along with

Debugging

Headword:
συστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized):
συστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συστρατοπεδευομαι
IDX:
85984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85985
Key:

Data

{'content': 'to encamp along with'}