Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
συστρέφω
συστρογγύλλω
συστροφή
συστροφία
συστροφόομαι
View word page
συστρατιώτης
a fellow-soldier

ShortDef

a fellow-soldier

Debugging

Headword:
συστρατιώτης
Headword (normalized):
συστρατιώτης
Headword (normalized/stripped):
συστρατιωτης
IDX:
85983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85984
Key:

Data

{'content': 'a fellow-soldier'}