Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
συστρέφω
συστρογγύλλω
View word page
συστρατεύω
to make a campaign

ShortDef

to make a campaign

Debugging

Headword:
συστρατεύω
Headword (normalized):
συστρατεύω
Headword (normalized/stripped):
συστρατευω
IDX:
85980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85981
Key:

Data

{'content': 'to make a campaign'}