Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
συστρέφω
View word page
συστρατεία
a common campaign

ShortDef

a common campaign

Debugging

Headword:
συστρατεία
Headword (normalized):
συστρατεία
Headword (normalized/stripped):
συστρατεια
IDX:
85979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85980
Key:

Data

{'content': 'a common campaign'}