Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
συστρεπτικός
View word page
συστοχάζομαι
aim at together

ShortDef

aim at together

Debugging

Headword:
συστοχάζομαι
Headword (normalized):
συστοχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συστοχαζομαι
IDX:
85978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85979
Key:

Data

{'content': 'aim at together'}