Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
συστρεπτέον
View word page
συστορνύω
smooth out

ShortDef

smooth out

Debugging

Headword:
συστορνύω
Headword (normalized):
συστορνύω
Headword (normalized/stripped):
συστορνυω
IDX:
85977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85978
Key:

Data

{'content': 'smooth out'}