Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρεμμάτιον
View word page
σύστομος
with a narrow mouth

ShortDef

with a narrow mouth

Debugging

Headword:
σύστομος
Headword (normalized):
σύστομος
Headword (normalized/stripped):
συστομος
IDX:
85976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85977
Key:

Data

{'content': 'with a narrow mouth'}