Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
View word page
συστομόομαι
to be joined by a mouth

ShortDef

to be joined by a mouth

Debugging

Headword:
συστομόομαι
Headword (normalized):
συστομόομαι
Headword (normalized/stripped):
συστομοομαι
IDX:
85975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85976
Key:

Data

{'content': 'to be joined by a mouth'}