Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
View word page
συστολίζω
to put together, fabricate
ShortDef
to put together, fabricate
Debugging
Headword:
συστολίζω
Headword (normalized):
συστολίζω
Headword (normalized/stripped):
συστολιζω
IDX:
85974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85975
Key:
Data
{'content': 'to put together, fabricate'}