Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
συστρατεύω
View word page
συστοιχέω
to correspond to
ShortDef
to correspond to
Debugging
Headword:
συστοιχέω
Headword (normalized):
συστοιχέω
Headword (normalized/stripped):
συστοιχεω
IDX:
85970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85971
Key:
Data
{'content': 'to correspond to'}