Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
συστρατεία
View word page
συστοιβάζω
stop up

ShortDef

stop up

Debugging

Headword:
συστοιβάζω
Headword (normalized):
συστοιβάζω
Headword (normalized/stripped):
συστοιβαζω
IDX:
85969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85970
Key:

Data

{'content': 'stop up'}