Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
συστορνύω
συστοχάζομαι
View word page
συστιχάομαι
accompany

ShortDef

accompany

Debugging

Headword:
συστιχάομαι
Headword (normalized):
συστιχάομαι
Headword (normalized/stripped):
συστιχαομαι
IDX:
85968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85969
Key:

Data

{'content': 'accompany'}