Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
σύστομος
View word page
συστηματικός
of or like an organized whole, systematic
ShortDef
of or like an organized whole, systematic
Debugging
Headword:
συστηματικός
Headword (normalized):
συστηματικός
Headword (normalized/stripped):
συστηματικος
IDX:
85966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85967
Key:
Data
{'content': 'of or like an organized whole, systematic'}