Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστομόομαι
View word page
σύστημα
a whole compounded of parts, a system

ShortDef

a whole compounded of parts, a system

Debugging

Headword:
σύστημα
Headword (normalized):
σύστημα
Headword (normalized/stripped):
συστημα
IDX:
85965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85966
Key:

Data

{'content': 'a whole compounded of parts, a system'}