Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
View word page
συστεφανόω
crown at once, together

ShortDef

crown at once, together

Debugging

Headword:
συστεφανόω
Headword (normalized):
συστεφανόω
Headword (normalized/stripped):
συστεφανοω
IDX:
85963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85964
Key:

Data

{'content': 'crown at once, together'}