Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
View word page
συστέφανος
fellow wearer of a crown

ShortDef

fellow wearer of a crown

Debugging

Headword:
συστέφανος
Headword (normalized):
συστέφανος
Headword (normalized/stripped):
συστεφανος
IDX:
85962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85963
Key:

Data

{'content': 'fellow wearer of a crown'}