Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
συστοιχέω
συστοιχία
View word page
συστεφανηφορέω
wear a crown with

ShortDef

wear a crown with

Debugging

Headword:
συστεφανηφορέω
Headword (normalized):
συστεφανηφορέω
Headword (normalized/stripped):
συστεφανηφορεω
IDX:
85961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85962
Key:

Data

{'content': 'wear a crown with'}