Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
συστοιβάζω
View word page
συστένω
lament with

ShortDef

lament with

Debugging

Headword:
συστένω
Headword (normalized):
συστένω
Headword (normalized/stripped):
συστενω
IDX:
85959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85960
Key:

Data

{'content': 'lament with'}