Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
συστιχάομαι
View word page
συστενοχωρέω
drive into a narrow place, trammel

ShortDef

drive into a narrow place, trammel

Debugging

Headword:
συστενοχωρέω
Headword (normalized):
συστενοχωρέω
Headword (normalized/stripped):
συστενοχωρεω
IDX:
85958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85959
Key:

Data

{'content': 'drive into a narrow place, trammel'}