Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
συστηρίζω
View word page
συστενάζω
to lament with
ShortDef
to lament with
Debugging
Headword:
συστενάζω
Headword (normalized):
συστενάζω
Headword (normalized/stripped):
συστεναζω
IDX:
85957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85958
Key:
Data
{'content': 'to lament with'}