Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
σύστημα
συστηματικός
View word page
συστέλλω
to draw together, draw in: to shorten sail
ShortDef
to draw together, draw in: to shorten sail
Debugging
Headword:
συστέλλω
Headword (normalized):
συστέλλω
Headword (normalized/stripped):
συστελλω
IDX:
85956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85957
Key:
Data
{'content': 'to draw together, draw in: to shorten sail'}