Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
συστεφανόω
συστέφομαι
View word page
σύστειπτος
pressed together

ShortDef

pressed together

Debugging

Headword:
σύστειπτος
Headword (normalized):
σύστειπτος
Headword (normalized/stripped):
συστειπτος
IDX:
85954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85955
Key:

Data

{'content': 'pressed together'}