Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
συστέφανος
View word page
συστεγάζω
to cover entirely

ShortDef

to cover entirely

Debugging

Headword:
συστεγάζω
Headword (normalized):
συστεγάζω
Headword (normalized/stripped):
συστεγαζω
IDX:
85952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85953
Key:

Data

{'content': 'to cover entirely'}