Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
συστεφανηφορέω
View word page
συσταυρόω
to crucify together with

ShortDef

to crucify together with

Debugging

Headword:
συσταυρόω
Headword (normalized):
συσταυρόω
Headword (normalized/stripped):
συσταυροω
IDX:
85951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85952
Key:

Data

{'content': 'to crucify together with'}