Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
συστερέομαι
View word page
συστατός
capable of being formed; composite (σύστατος)

ShortDef

capable of being formed; composite (σύστατος)

Debugging

Headword:
συστατός
Headword (normalized):
συστατός
Headword (normalized/stripped):
συστατος
IDX:
85950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85951
Key:

Data

{'content': 'capable of being formed; composite (σύστατος)'}