Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
συστένω
View word page
συστατικός
introductory
ShortDef
introductory
Debugging
Headword:
συστατικός
Headword (normalized):
συστατικός
Headword (normalized/stripped):
συστατικος
IDX:
85949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85950
Key:
Data
{'content': 'introductory'}