Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
συστενοχωρέω
View word page
συστάτης
organizer, creator

ShortDef

organizer, creator

Debugging

Headword:
συστάτης
Headword (normalized):
συστάτης
Headword (normalized/stripped):
συστατης
IDX:
85948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85949
Key:

Data

{'content': 'organizer, creator'}