Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
συστενάζω
View word page
συστατέω
to be consistent, coherent

ShortDef

to be consistent, coherent

Debugging

Headword:
συστατέω
Headword (normalized):
συστατέω
Headword (normalized/stripped):
συστατεω
IDX:
85947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85948
Key:

Data

{'content': 'to be consistent, coherent'}