Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
συστέλλω
View word page
συστασιώτης
a member of the same faction, a partisan

ShortDef

a member of the same faction, a partisan

Debugging

Headword:
συστασιώτης
Headword (normalized):
συστασιώτης
Headword (normalized/stripped):
συστασιωτης
IDX:
85946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85947
Key:

Data

{'content': 'a member of the same faction, a partisan'}