Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
σύστειπτος
συστείχω
View word page
σύστασις
a putting together, composition
ShortDef
a putting together, composition
Debugging
Headword:
σύστασις
Headword (normalized):
σύστασις
Headword (normalized/stripped):
συστασις
IDX:
85945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85946
Key:
Data
{'content': 'a putting together, composition'}