Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
συστεγνόω
View word page
συστασιάζω
to join in faction

ShortDef

to join in faction

Debugging

Headword:
συστασιάζω
Headword (normalized):
συστασιάζω
Headword (normalized/stripped):
συστασιαζω
IDX:
85943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85944
Key:

Data

{'content': 'to join in faction'}