Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσταδόν
συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
συστεγάζω
View word page
συστάς
standing together, planted closely

ShortDef

standing together, planted closely

Debugging

Headword:
συστάς
Headword (normalized):
συστάς
Headword (normalized/stripped):
συστας
IDX:
85942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85943
Key:

Data

{'content': 'standing together, planted closely'}