Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστάδην
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
συσταυρόω
View word page
συσταμνίζω
put into the same vessel with

ShortDef

put into the same vessel with

Debugging

Headword:
συσταμνίζω
Headword (normalized):
συσταμνίζω
Headword (normalized/stripped):
συσταμνιζω
IDX:
85941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85942
Key:

Data

{'content': 'put into the same vessel with'}