Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσσωφρονέω
συστάδην
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
συστατικός
συστατός
View word page
συσταλτικός
depressing

ShortDef

depressing

Debugging

Headword:
συσταλτικός
Headword (normalized):
συσταλτικός
Headword (normalized/stripped):
συσταλτικος
IDX:
85940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85941
Key:

Data

{'content': 'depressing'}