Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύσσωμος
συσσωρεύω
συσσωφρονέω
συστάδην
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστατέω
συστάτης
View word page
συσταλάσσω
fuse together
ShortDef
fuse together
Debugging
Headword:
συσταλάσσω
Headword (normalized):
συσταλάσσω
Headword (normalized/stripped):
συσταλασσω
IDX:
85938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85939
Key:
Data
{'content': 'fuse together'}