Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσσῴζω
συσσωματοποιέω
συσσώματος
σύσσωμος
συσσωρεύω
συσσωφρονέω
συστάδην
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συστάς
συστασιάζω
συστασιαστής
σύστασις
View word page
συσταθμίζω
weigh relatively

ShortDef

weigh relatively

Debugging

Headword:
συσταθμίζω
Headword (normalized):
συσταθμίζω
Headword (normalized/stripped):
συσταθμιζω
IDX:
85935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85936
Key:

Data

{'content': 'weigh relatively'}