Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσσιτοποιέω
σύσσιτος
συσσιωπάω
συσσυκοφαντέω
συσσύρω
συσσῴζω
συσσωματοποιέω
συσσώματος
σύσσωμος
συσσωρεύω
συσσωφρονέω
συστάδην
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
συσταλάσσω
συσταλτέον
συσταλτικός
View word page
συσσωφρονέω
to be a partner in temperance
ShortDef
to be a partner in temperance
Debugging
Headword:
συσσωφρονέω
Headword (normalized):
συσσωφρονέω
Headword (normalized/stripped):
συσσωφρονεω
IDX:
85930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85931
Key:
Data
{'content': 'to be a partner in temperance'}