Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσσιτία
συσσιτικός
συσσίτιον
συσσιτοποιέω
σύσσιτος
συσσιωπάω
συσσυκοφαντέω
συσσύρω
συσσῴζω
συσσωματοποιέω
συσσώματος
σύσσωμος
συσσωρεύω
συσσωφρονέω
συστάδην
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
σύσταθμος
View word page
συσσώματος
fellow-slave
ShortDef
fellow-slave
Debugging
Headword:
συσσώματος
Headword (normalized):
συσσώματος
Headword (normalized/stripped):
συσσωματος
IDX:
85927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85928
Key:
Data
{'content': 'fellow-slave'}