Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσσίτησις
συσσιτία
συσσιτικός
συσσίτιον
συσσιτοποιέω
σύσσιτος
συσσιωπάω
συσσυκοφαντέω
συσσύρω
συσσῴζω
συσσωματοποιέω
συσσώματος
σύσσωμος
συσσωρεύω
συσσωφρονέω
συστάδην
συσταδόν
συσταθεύω
συσταθμία
συσταθμίζω
συστάθμισις
View word page
συσσωματοποιέω
incorporate, amalgamate

ShortDef

incorporate, amalgamate

Debugging

Headword:
συσσωματοποιέω
Headword (normalized):
συσσωματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
συσσωματοποιεω
IDX:
85926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85927
Key:

Data

{'content': 'incorporate, amalgamate'}