Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσσημειόομαι
σύσσημον
συσσήπω
σύσσηψις
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσιτία
συσσιτικός
συσσίτιον
συσσιτοποιέω
σύσσιτος
συσσιωπάω
συσσυκοφαντέω
συσσύρω
συσσῴζω
συσσωματοποιέω
συσσώματος
σύσσωμος
συσσωρεύω
συσσωφρονέω
συστάδην
View word page
σύσσιτος
one who eats together, a messmate

ShortDef

one who eats together, a messmate

Debugging

Headword:
σύσσιτος
Headword (normalized):
σύσσιτος
Headword (normalized/stripped):
συσσιτος
IDX:
85921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85922
Key:

Data

{'content': 'one who eats together, a messmate'}