Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσσείω
συσσεύω
συσσημαίνω
συσσημαντικός
συσσημειόομαι
σύσσημον
συσσήπω
σύσσηψις
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσιτία
συσσιτικός
συσσίτιον
συσσιτοποιέω
σύσσιτος
συσσιωπάω
συσσυκοφαντέω
συσσύρω
συσσῴζω
συσσωματοποιέω
συσσώματος
View word page
συσσιτία
messing together
ShortDef
messing together
Debugging
Headword:
συσσιτία
Headword (normalized):
συσσιτία
Headword (normalized/stripped):
συσσιτια
IDX:
85917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85918
Key:
Data
{'content': 'messing together'}