Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσσάττω
συσσεβίζω
συσσεισμός
συσσείω
συσσεύω
συσσημαίνω
συσσημαντικός
συσσημειόομαι
σύσσημον
συσσήπω
σύσσηψις
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσιτία
συσσιτικός
συσσίτιον
συσσιτοποιέω
σύσσιτος
συσσιωπάω
συσσυκοφαντέω
συσσύρω
View word page
σύσσηψις
putrefaction
ShortDef
putrefaction
Debugging
Headword:
σύσσηψις
Headword (normalized):
σύσσηψις
Headword (normalized/stripped):
συσσηψις
IDX:
85914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85915
Key:
Data
{'content': 'putrefaction'}