Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
συσσεβίζω
συσσεισμός
συσσείω
συσσεύω
συσσημαίνω
συσσημαντικός
συσσημειόομαι
σύσσημον
συσσήπω
σύσσηψις
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσιτία
συσσιτικός
συσσίτιον
συσσιτοποιέω
σύσσιτος
συσσιωπάω
View word page
σύσσημον
a fixed sign
ShortDef
a fixed sign
Debugging
Headword:
σύσσημον
Headword (normalized):
σύσσημον
Headword (normalized/stripped):
συσσημον
IDX:
85912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85913
Key:
Data
{'content': 'a fixed sign'}